Η επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (μπαϊπάς) γίνεται συνήθως με τη χρήση εξωσωματικής κυκλοφορίας. Η χρήση αρτηριακών μοσχευμάτων προτιμάται από τα φλεβικά ενώ συχνά πραγματοποιούνται και τεχνικές πλήρους αρτηριακής επαναιμάτωσης.
Η χρήση της νέας αορτικής βαλβίδας που χρησιμοποιείται για να αντικαταστήσει τη φυσική βαλβίδα που νοσει, εξατομικεύεται για τον κάθε ασθενή ο οποίος πρέπει να έχει λόγο στην απόφαση. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα επιλογής βιολογικών προθέσεων, μηχανικών ή νέων βαλβίδων ταχείας έκπτυξης που τοποθετούνται χωρίς ράμματα. Οι βιολογικές βαλβίδες έχουν το μειονέκτημα ότι φθείρονται με το χρόνο αλλά δεν απαιτούν τη χορήγηση αντιπηκτικών. Από την άλλη πλευρά οι μηχανικές είναι εφ’ όρου ζωής με κόστος όμως την καθημερινή χρήση αντιπηκτικών φαρμάκων που ενδέχεται να επηρεάζουν την ποιότητα ζωής του ασθενούς.
Η επιδιόρθωση ή η αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδας γίνεται με τη χρήση εξωσωματικής κυκλοφορίας. Προτιμάται η επιδιόρθωση καθώς σύμφωνα με τελευταία στοιχεία είναι περισσότερο επωφελής για τον ασθενή τόσο άμεσα, όσο και μακροχρόνια.
Επιδιόρθωση της βαλβίδας γίνεται με ειδικές τεχνικές που περιλαμβάνουν συνήθως και τη χρησιμοποίηση ειδικών δακτυλίων. H αντικατάσταση προτιμάται σε ειδικές μεμονωμένες περιπτώσεις.
Κατά τις επεμβάσεις αυτές αφαιρείται το τμήμα της αορτής που νοσεί και αντικαθίσταται με συνθετικό μόσχευμα. Όταν συμπάσχει και η ρίζα της αορτής ή/και η αορτική βαλβίδα η επέμβαση απαιτεί ειδικό σχεδιασμό για την κατάλληλη επιλογή της μεθόδου που θα οδηγήσει στο βέλτιστο αποτέλεσμα μακροχρόνια.
Η αφαίρεση των όγκων είναι επιτακτική και απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Το μύξωμα του αριστερού κόλπου είναι ο συνηθέστερος όγκος. Συγγενείς διαταραχές ενηλίκων, όπως το έλλειμμα του μεσοκολπικού διαφράγματος προκαλούν ανάμειξη του φλεβικού με το αρτηριακό αίμα. Γίνεται τοποθέτηση ειδικού εμβαλώματος για τη σύγκλειση είτε σε απλές περιπτώσεις πραγματοποιείται με τη χρήση απλών ραμμάτων.